- ἑτεροδύναμον
- ἑτεροδύναμοςof different powermasc/fem acc sgἑτεροδύναμοςof different powerneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ετεροδύναμος — ἑτεροδύναμος, ον (Α) 1. αυτός που έχει διαφορετική δύναμη ή ικανότητα 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἑτεροδύναμον η διαφορά δύναμης ή ικανότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ετερο + δύναμος (< δύναμαι), πρβλ. αδύναμος, ισοδύναμος] … Dictionary of Greek